- εγγυητήριο(ν)
- τό1) гарантийный документ; 2) гарантийный договор
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εγγυητήριος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εγγύηση 2. το ουδ. ως ουσ. το εγγυητήριο η πράξη ή το έγγραφο με το οποίο εγγυάται κάποιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εγγυητήριον μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek